- ἱλατεύω
- ἱλατεύω, versöhnen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ιλατεύω — ἱλατεύω (Μ) ελεώ, ευσπλαγχνίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱλα (τού ρ. ἱλά σκομαι) + τεύω πιθ. κατά το ἱερα τεύω] … Dictionary of Greek
ἱλάτευσον — ἱλατεύω aor imperat act 2nd sg ἱ̱λάτευσον , ἱλατεύω futperf ind act masc voc sg ἱ̱λάτευσον , ἱλατεύω futperf ind act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱλατεύσηται — ἱλατεύω aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιλάσκομαι — ἱλάσκομαι (ΑΜ) 1. (κυρίως για θεούς) εξιλεώνω, καταπραΰνω 2. (για ανθρώπους) εξευμενίζω 3. εξαγνίζω 4. (παθ. μελλ.) ἱλάσομαι και ἱλασθήσομαι α) ευσπλαγχνίζομαι, είμαι ελεήμων β) συγχωρώ («ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σι σλά σκ… … Dictionary of Greek